- παλίβολος
- παλίβολος, -ον (Α)βλ. παλίμβολος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλίμβολος — και παλίβολος, ον (Α) 1. αντίθετος 2. αυτός που δεν μένει στην ίδια γνώμη, άστατος («ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα», Πλάτ.) 3. (για δούλο) αυτός που λόγω αναξιότητας μεταβιβάζεται από τον έναν στον άλλο 4. φρ. α) «πέδιλα παλίμβολα» πέδιλα γυρισμένα… … Dictionary of Greek